- ἀγερσικύβηλις
- ἀγερ-σῐκύβηλις [pron. full] [ῠ], ὁ,A mendicant priest, Cratin.62. (From
κύβηλις 11
, not Κυβέλη.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύβηλις 11
, not Κυβέλη.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυβηλιστής — κυθηλιστής, ὁ (Α) [κυβηλίζω] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀγερσικύβηλις ἀγύρτης και κυβηλιστής» 2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος» … Dictionary of Greek